- ὀρχηστάς
- ὀρχηστάς1 dancer ὀρχήστ' ἀγλαίας ἀνάσσων, εὐρυφάρετῤ Ἄπολλον fr. 148.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὀρχηστάς — ὀρχηστά̱ς , ὀρχηστής dancer masc acc pl ὀρχηστά̱ς , ὀρχηστής dancer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek